Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Η Εποχή του Κυνηγιού | Τώρα και σε e-book!

  
 
Ευχάριστα νέα για όλους όσοι μετακινούνται συχνά, δεν θέλουν να ταλαιπωρούν τα βιβλία τους στην παραλία ή προτιμούν να μην προσθέτουν βάρη στα αντικείμενα που τους είναι καθημερινά απαραίτητα: η Εποχή του Κυνηγιού, και μάλιστα στην αναθεωρημένη της εκδοχή, μόλις κυκλοφόρησε και σε e-book από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή! Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να την προμηθευτείτε σε ηλεκτρονική μορφή, για να την παίρνετε μαζί σας εύκολα και χωρίς να πιάνει χώρο με το τάμπλετ ή το κινητό σας ❤
    Βρείτε την κάνοντας κλικ εδώ!

Περίληψη:
    Ακούγονται διάφορες φήμες για το δάσος που εκτείνεται πέρα από τα βορειοδυτικά προάστια της μεγάλης πόλης του Κιάπονσκανς. Τα πελώρια δέντρα του, οι απύθμενες λίμνες του και οι απόκρημνες πλαγιές του φιλοξενούν ανεξερεύνητα μυστικά που ακόμη και η επιστημονική κοινότητα της πόλης διστάζει να προσεγγίσει. Όλα, όμως, αλλάζουν μετά την ίδρυση της Σχολής Πειραματικών Σπουδών του Κιάπονσκανς, που οικοδομείται και λειτουργεί στο εσωτερικό του δάσους.
    Φιλοπερίεργοι νέοι, θαυμαστές του αγνώστου και της αδρεναλίνης, ηλικίας από δεκαoοκτώ έως είκοσι δύο ετών, αποφασίζουν να φοιτήσουν στην σχολή με την ελπίδα να ανακαλύψουν κάποια από τα μυστικά της περιοχής. Ανάμεσά τους και οι από χρόνια φίλοι Ντάντε Ρίεσσεν και Λίλιμπεθ Έβερς. Κανένας όμως δεν έχει προβλέψει πως ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος και πιο άμεσος από τις αρχικές εκτιμήσεις της τοπικής κυβέρνησης, προχωρώντας έτσι στην πλήρη έκθεση των φοιτητών σε απειλές που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν ακόμη και στον θάνατο.

Κι ένα μικρό δείγμα γραφής:
Ήταν ακόμη εύθυμος όταν, αργά το απόγευμα, επέστρεψε στο μικρό του δωμάτιο. Η φωτιά είχε σβήσει από την εστία και το παράπηγμα ήταν ψυχρό, όμως ούτε αυτό του χάλασε την διάθεση. Τάισε τα αποκαΐδια με καινούρια προσανάμματα και ξύλα, και προσπάθησε να υπολογίσει την ώρα από τις σκιές απ’ έξω για να καταλάβει αν ο Κάιν θα αργούσε. Πεινούσε πολύ, αλλά επειδή δεν κυνηγούσε, χωρίς εκείνον ή τον Όσσιαν δεν θα μπορούσε να βρει φαγητό. 
Υπέθεσε πως ο Κάιν με το γεύμα του δεν θα καθυστερούσαν πολύ. Πρόλαβε να ζεστάνει νερό στην μεταλλική λεκάνη του και να πλυθεί, κι όταν σκούπισε το σώμα και τα μαλλιά του φόρεσε πολιτικά. Η αίσθησή τους του έλειπε καμιά φορά. Η στολή ήταν βαριά, πότε πότε τον ενοχλούσε. Έπρεπε να δώσει αγώνα μαζί της ακόμη και για να κατουρήσει, και το να δένει και να λύνει τα κορδόνια της είχε αρχίσει να τον κουράζει. 
Αποφάσισε να ξαπλώσει μήπως και λαγοκοιμηθεί πριν το φαγητό, όμως το βλέμμα του έπεσε στο τραπέζι. Ο Όσσιαν του είχε αφήσει δυο βιβλία επειδή τον είχε λυπηθεί όταν του είπε πως ένιωθε να χάνεται ο χρόνος τις ώρες που είχε ελεύθερες, και το πρωί δεν είχε προλάβει να τα κοιτάξει. Του είχε δανείσει τα Έθιμα Ταφής της Χάνα Κεντ και το Mindhunter των Τζον Ντάγκλας και Μαρκ Ολσέικερ. Πρώτα του έκαναν εντύπωση οι αναγνωστικές του επιλογές, κι έπειτα αναρωτήθηκε πώς βρέθηκαν τα βιβλία στην κατοχή του. 
Έπιασε τα Έθιμα Ταφής και χαμογέλασε. Ήθελε καιρό να τα διαβάσει. Τα τελευταία χρόνια καταβρόχθιζε μονομανώς ό,τι βιβλίο είχε σχέση με την τέχνη, είτε θεωρούνταν λογοτεχνία είτε όχι. Είχε διαβάσει αναρίθμητες βιογραφίες για τους αγαπημένους του καλλιτέχνες, δοκίμια που ανέλυαν και ερμήνευαν τα έργα τους και μυθιστορήματα που αφορούσαν, άμεσα ή έμμεσα, στην τέχνη τους. Η αγάπη του για τον κλάδο που τον γοήτευε τον είχε κάνει να παραμερίσει τις άλλου είδους λογοτεχνικές ανησυχίες του, κι έτσι είχε ξεχάσει πόσα ήθελε να διαβάσει. 
Σκέφτηκε για λίγο. Πόσα ακόμη θα του κόστιζε η επιβίωσή του από την σφαγή, πέρα από τον χαμό της Λίλιμπεθ και τους άπειρους εφιάλτες του; Δεν το είχε σκεφτεί ποτέ. Ο εγκλωβισμός του στο δάσος του Κιάπονσκανς θα του στερούσε σχέδια και όνειρα, ένα μέλλον που αδημονούσε να κάνει δικό του και μια πραγματικότητα που φούσκωνε για χρόνια την φαντασία του. Ήταν αδύνατο να ασχοληθεί μ’ αυτό που ονειρευόταν για καιρό, επειδή δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσει πίσω στο Κιάπονσκανς. 
Η συνειδητοποίηση τον παρέλυσε. Αυτούς τους λίγους μήνες της ιδιότυπης εξορίας του δεν είχε αντιληφθεί πόσα διακυβεύονταν σχετικά με την ζωή και την ευτυχία του, και τώρα όλα τον καταπλάκωναν μαζί και τον ισοπέδωναν. Η τροπή που είχε πάρει η ζωή του δεν ανήκε στην φαντασία του, δεν ήταν μέσα σ’ ένα από τα βιβλία που του έδωσε ο Όσσιαν και ούτε την παρακολουθούσε, σαν σε κάποιο βίντεο κλιπ της αγαπημένης του μπάντας, από τον υπολογιστή του δωματίου του. Αυτό που ζούσε του συνέβαινε, κάποιος όντως τον εκπαίδευε για να γίνει πολεμιστής και να σκοτωθεί, πιθανώς, σε κάποια μάχη, είχε πραγματικά χάσει την Λίλιμπεθ και ήταν αβέβαιο εάν θα την ξανάβλεπε ποτέ, και τα σχέδια και τα όνειρά του είχαν όντως σκορπιστεί σαν αστερόσκονη από την στιγμή που, εκείνη την ημέρα, έμπηξε το στιλέτο του στο στήθος κάποιου άλλου. 
Το χέρι που κρατούσε το βιβλίο έπεσε άνευρα στο πλευρό του κι ένιωσε τα χείλη του να μισανοίγουν. Κοίταξε γύρω του λες και περίμενε πως το εσωτερικό της καλύβας του θα αποσυντίθεντο και θα έπαιρνε το χρώμα και την μορφή του δωματίου του πίσω στο σπίτι των Ρίεσσεν, πως θα ξυπνούσε στο κρεβάτι του με πυρετό και πως η μητέρα του θα στεκόταν από πάνω του και θα του έλεγε πως έπρεπε να πάρει τα αντιπυρετικά του. Και θα την αγκάλιαζε, εάν στεκόταν εκεί. Θα έσφιγγε την Άννα Ρίεσσεν με όλη του την δύναμη και θα της έλεγε ότι του έλειψε, ότι πεθύμησε την φωνή της και την μυρωδιά της και όλα όσα την σχημάτιζαν μέσα στο κεφάλι του, ότι την συγχωρούσε για την πίεση που του ασκούσε και που τον συνέθλιβε κι ότι θα έβαζε τα δυνατά του να την κάνει περήφανη. Κι εκείνη, σε μια από τις ελάχιστες αναλαμπές μητρικής στοργής της ζωής της, θα του χαμογελούσε, θα απέθετε ένα χάδι στο μάγουλό του και θα του έλεγε πως όλα είναι καλά, ότι τον αγαπάει κι εκείνη κι ότι, όπου να ‘ναι, θα συνέλθει. 
Και συνήλθε. Όχι για να δει την μητέρα του καθισμένη στο πλάι του να του χαμογελάει, αλλά για να αντικρίσει τον Κάιν, διστακτικό μπροστά στην πόρτα, μ’ ένα πήλινο σκεύος γεμάτο φαγητό. 
«Μήπως χρειάζεσαι λίγο χρόνο;» τον ρώτησε νευρικά. 
Ο Ντάντε κούνησε το κεφάλι του σε άρνηση και το μυαλό του άρχισε να ξεμουδιάζει από την ένταση της σκέψης, και με έκπληξη κατάλαβε πως έκλαιγε. Σκούπισε τα δάκρυα στο πουλόβερ του και ρούφηξε την μύτη του, και παρακολούθησε τον Κάιν να κλείνει την πόρτα, να αφήνει την πιατέλα στο τραπέζι και να τον πλησιάζει. Πριν το καταλάβει, τον είχε κλείσει στην αγκαλιά του. 
«Έλα, μην κλαις» του είπε και τον χάιδεψε αδέξια στα μαλλιά. «Ό,τι κι αν είναι, θα περάσει». 
Έμειναν έτσι για λίγο. Έπειτα ο Ντάντε τραβήχτηκε, σφούγγισε τα μάτια του μια τελευταία φορά και έπεσε βαρύς στην καρέκλα του. Έκανε και στον Κάιν νόημα να καθίσει. Το εκτίμησε που δεν το έβαλε στα πόδια από την αμηχανία. Είχε μεγάλη ανάγκη την επαφή εκείνη την στιγμή, κι εκείνος του την έδωσε. Του χαμογέλασε. 
«Είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις να μείνεις μόνος;» ρώτησε ο Κάιν όσο μοίραζε το περιεχόμενο της πιατέλας σε δυο ξύλινα πιάτα. «Μην ανησυχείς, εάν το χρειάζεσαι, θα το αντέξω». 
Το ύφος του ήταν τραγικό. Ο Ντάντε τώρα μισογέλασε. 
«Ναι, είμαι σίγουρος. Είμαι καλύτερα, σε ευχαριστώ». 
Ο Κάιν τού έκανε μια γκριμάτσα. Έβαλε την τελευταία κουταλιά στον εαυτό του κι έσπρωξε την κάπως μικρότερη μερίδα προς τον Ντάντε. Ανασήκωσε τους ώμους του απολογητικά, όμως εκείνος δεν διαμαρτυρήθηκε. Του έφτανε και με το παραπάνω που καθόταν μαζί του, παρά την άβολη μιζέρια του. 
«Τι σκεφτόσουν, τέλος πάντων;» ρώτησε ξανά, πριν χώσει μια μεγάλη μπουκιά στο στόμα του. 
Ο Ντάντε ανασήκωσε τους ώμους. 
«Την οικογένειά μου», είπε στο τέλος, αργά. «Το πώς είχα όνειρα και σχέδια και μια ιδέα για την ζωή όπως θα ήταν ιδανική για ‘μένα, που τώρα τα έχασα επειδή είμαι εγκλωβισμένος εδώ». 
Το ύφος του Κάιν έγινε πάλι τραγικό. Κάρφωσε με περισσή δύναμη το κρέας στο πιάτο του μ’ αυτό το ξύλινο πιρούνι που είχε μονάχα δυο δόντια. 
«Ναι, καταλαβαίνω», του είπε, κι είχε μια πικρία στην φωνή του. «Παίρνει καιρό να συνηθίσεις την απώλεια της οικογένειας. Και του μέλλοντος, ίσως. Και των ονείρων». 
Ο Ντάντε μαράζωσε πάλι. Δεν είχε πια όρεξη να φάει. 
«Πώς ήταν η δική σου οικογένεια;» πήρε το θάρρος να ρωτήσει τον Κάιν. 
Τα μάτια του έλαμψαν. Χαμογέλασε αχνά. Άφησε κάτω το πιρούνι του, ξέχασε την μανία της στενοχώριας και κοίταξε τον Ντάντε με μια μελαγχολία, μια νοσταλγία και μια συστολή που τον έκαναν να δείχνει μεγάλος και μικρός ταυτόχρονα. 
«Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν πολύ αγαπημένοι» ξεκίνησε, και ο τόνος του ήταν όμορφος, τρυφερός. «Ο πατέρας μου είναι βιολονίστας στην φιλαρμονική ορχήστρα του Ελσίνκι και η μητέρα μου βιολίστρια στην ορχήστρα του Κιάπονσκανς. Έτσι γνωρίστηκαν». 
Ο Ντάντε χαμογέλασε. 
«Ξέρεις κι εσύ να παίζεις κάποιο όργανο;» 
«Ναι, βιολοντσέλο» απάντησε εκείνος, κι έκανε μια μεγάλη κίνηση σαν να ήθελε να του το περιγράψει. «Αλλά δεν μπήκα ποτέ σε ορχήστρα. Δεν ήθελα να το κάνω επάγγελμα. Ξέρεις. Δεν ήθελα να σταματήσει να μου αρέσει». 
Ο Ντάντε ένευσε. Καταλάβαινε. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον Κάιν να παίζει, αλλά η πιο κοντινή εικόνα που μπορούσε να πλάσει με το μυαλό του δεν ήταν παράταιρη. 
«Έχω και δυο αδέρφια» συνέχισε. «Ο πρώτος είναι ο Σάκαρι, που ζωγραφίζει επαγγελματικά και πληρώνεται για να φτιάχνει εξοπλισμό για cosplay με ειδίκευση σε κάθε τι μεσαιωνικό, και ο δεύτερος ο Γιούλε, που τώρα πρέπει να έχει γίνει πια δάσκαλος πολεμικών τεχνών. Ερευνούσε την τεχνική μάχης των Βίκινγκς πριν χαθώ. Ειρωνικό, ε;» 
«Είσαι ο πιο μικρός;» ρώτησε ο Ντάντε, αποφασίζοντας να παρακάμψει το πικρό σχόλιο. 
«Ναι. Δεν φαίνεται;» 
«Α, φαίνεται πάρα πολύ». 
Ο Κάιν χαχάνισε κι έπιασε πάλι το πιρούνι του. Ο Ντάντε τον μιμήθηκε. 
«Εσένα πώς ήταν η οικογένειά σου;» ρώτησε σε λίγο. 
Ο Ντάντε ρουθούνισε. 
«Είναι πολύ νωρίς», κλαψούρισε. Αν και δεν θα μπορούσε να ξέρει πως ο Ντάντε δεν τα πήγαινε καλά με τους δικούς του, ο Κάιν έδειξε να καταλαβαίνει. 
«Ναι, έχεις δίκιο», κλαψούρισε κι εκείνος. «Πες μου κάτι άλλο. Ας πούμε κάτι πιο χαρούμενο. Πώς είναι το χέρι σου; Πώς πήγε το μάθημα με τον Όσσιαν;» 
Ο Ντάντε χαμογέλασε πλατιά, άθελά του. Ο Κάιν τον κοίταξε με το ένα του φρύδι σηκωμένο. 
«Το χέρι μου είναι καλά», τον πρόλαβε, πριν πει τίποτα καυστικό. «Και το μάθημα πήγε καλά». 
«Ναι;» ρώτησε ο Κάιν, πονηρά. «Πόσο καλά πήγε;» 
Αναμετρήθηκαν με το βλέμμα τους. Ο Κάιν δεν άντεξε πολύ, σε λίγο έβαλε τα γέλια. 
«Μην μπαίνεις στον κόπο» του είπε, καρφώνοντας πάλι το πιάτο με το πιρούνι του. «Το ξέρω ότι το πρωινό σας ήταν ατμοσφαιρικό κι ότι μοιραστήκατε μια ρομαντική στιγμή χορεύοντας βαλς». 
Τώρα άρχισε και ο Ντάντε να γελάει. Τα νέα ταξίδευαν γρήγορα εκεί. 
«Ήταν από τις πιο αμήχανες στιγμές της ζωής μου», ξεκίνησε με διάθεση, έπειτα όμως σταμάτησε. Σκέφτηκε ξανά τις λέξεις του Κάιν. «Τι υπονοείς;» 
Ο Κάιν γούρλωσε τα μάτια του θεατρικά, έφερε το χέρι του στο στέρνο και παράστησε τον θιγμένο. 
«Εγώ;» έσκουξε, στον ίδιο τόνο. «Τίποτα». 
Ο Ντάντε σάστισε. Μισόκλεισε τα μάτια. Έκανε να ρωτήσει ξανά, όμως ο Κάιν ύψωσε το χέρι αποτρεπτικά κι έπειτα το έφερε στο στόμα του σαν να έκλεινε τα χείλη του με φερμουάρ. Έπειτα, σαν το ξανασκέφτηκε, έσυρε το χέρι επάνω στα χείλη προς την αντίθετη κατεύθυνση. 
«Ρώτα με ξανά την πρώτη φορά που θα κοιμηθείτε αγκαλιά», του είπε. Και κούμπωσε ξανά το στόμα του. 
«Τι;» ρώτησε ο Ντάντε, μπερδεμένος. 
Αλλά ο Κάιν ήταν ανένδοτος. Απλώς του έκλεισε το μάτι κι επέστρεψε στο πιάτο του.