Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Ποτέ πιο Μόνοι

«Έχεις νιώσει ποτέ την καρδιά σου να σπάει; Να χωρίζεται σε εκατοντάδες μικρά θραύσματα και να σκορπίζεται σ' ολόκληρο το κορμί σου, για να σε παραλύσει και να σε βουλιάξει και να σε πνίξει μέσα σε μια στιγμή μονάχα; Έχεις φανταστεί, ως συνέπεια αυτού σου του πόνου, το μυαλό σου ν' αχρηστεύεται και το κορμί σου να λιώνει; Να θέλεις όσο ποτέ άλλοτε να σβήσεις, να εξαφανιστείς; Εγώ το έχω νιώσει. Εκείνη τη νύχτα η καρδιά μου διαλύθηκε δυο φορές. Μια με την λάμψη στις καφετιές του ίριδες που έσβησε μόλις μας είδε, κι άλλη μια όταν μου έκλεισε το μάτι, μου έστειλε ένα φιλί από μακριά και απομακρύνθηκε. Κι έχει μείνει έτσι από τότε· σπασμένη και με τα θρύψαλα της θλίψης μου να ρέουν σ' όλο μου το αίμα».
Σ' ένα δυστοπικό μέλλον όπου η γη έχει χωριστεί στα δυο και τα αντιμαχόμενα ημισφαίρια που την αποτελούν πολεμάνε για το νερό, όπου η οπισθοδρομική κοινωνία υπαγορεύει αυταρχικά και κατευθύνει συμφεροντολογικά οτιδήποτε αφορά στα άτομα που την αποτελούν, μέχρι και λεπτομέρειες του ιδιωτικού τους βίου, μια κοπέλα προσπαθεί ν' αναδειχθεί νικητής στον δικό της προσωπικό πόλεμο. Η Ωρόρα αποπειράται να επιλύσει τα ζητήματα που την απασχολούν και να γεφυρώσει το κενό που έχει αφήσει μέσα της ο θάνατος του πατέρα της και η απώλεια της αδελφής της με το να καταταγεί στον στρατό, όπου ευελπιστεί ότι θα σταματήσει να σκέφτεται πολύ, να μελαγχολεί και να πονάει. Την ίδια στιγμή ο Σαμψών, ένας μοναχικός στρατιώτης, της μαθαίνει πόσα της έχουν στερήσει, μέσα από την συνειδητοποίηση του ότι δεν μπορεί πια να επιλέξει ούτε το ποιον θα ερωτευτεί.

  Έχω αρχίσει να πιστεύω πως δεν το καταλαβαίνεις όταν είσαι ευτυχισμένος. Δεν συνειδητοποιείς την ευτυχία σου, δεν την αντιλαμβάνεσαι όσο τη ζεις, κι ας είσαι βυθισμένος μέσα της σαν όλα τα κουφάρια των πλεούμενων που κατάπιε ποτέ η θάλασσα από την αρχή της ιστορίας. Μόνο όταν αναδύεσαι στην επιφάνεια, την ξερή και άνυδρη και αφιλόξενη, έρχεσαι αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα της παρακμής αυτής της νεκρής πλέον ευτυχίας σου.
  Νομίζω ότι κάτι τέτοιο μου συμβαίνει τώρα. Νομίζω πως αναδύθηκα κι εγώ απότομα στην ξερή, άνυδρη και αφιλόξενη επιφάνεια μιας ερήμου στης οποίας την όαση κολυμπούσα για έξι μήνες, και που τώρα μοιάζει σαν να πρόκειται απλώς για μια πικρή, γλυκιά παραίσθηση. Όπως εκείνες που αναπτύσσει κανείς όταν περιπλανιέται μόνος για πολύ καιρό στην έρημο. Μια όμορφη παραζάλη, μια ευπρόσδεκτη οφθαλμαπάτη. Λες και ήμουν υπέροχα μεθυσμένη για μισό χρόνο, κι έπειτα κάποιος, κάτι, με ανάγκασε να συνέλθω για να ξεκινήσω να αντιμετωπίζω ξανά την αλήθεια της ύπαρξής μου, που με πονάει, που με κάνει να υποφέρω, και που με αναγκάζει να θέλω να μεθύσω ξανά, να κολυμπήσω στο γλυκό κόκκινο κρασί που με μετέφερε στην ασφάλεια, σ' εκείνον τον βυθό με τα πούπουλα και τα ροδοπέταλα της οφθαλμαπάτης μου.
  Και, αν και πιθανώς δεν θα έπρεπε, τα όσα έγιναν, το πώς έληξε η ευτυχία μου, με κάνουν να πιστεύω πως, στην πραγματικότητα, δεν την είχα ποτέ. Ήμουν, ή δεν ήμουν ευτυχισμένη; 
  Τώρα, που έχουν περάσει σχεδόν δυο μήνες από 'κείνη τη νύχτα, νομίζω πως ήμουν όντως ευτυχισμένη. Νομίζω πως, ακόμη και νοερά, ζούσα όντως στον βυθό εκείνης της οάσεως, που με το γλυκό μπλε φως και τις ανταύγειες του ήλιου, την αργή κίνηση και την αλαφρότητα του νερού μ' έκανε να νιώθω ασφαλής και ολοκληρωμένη και γεμάτη. Μ' έκανε να νιώθω ξανά εγώ. Κατοικούσα εκεί, αυτός ήταν ο κόσμος μου, μικρός και απομονωμένος μα ευτυχισμένος μέσα στην έρημο της δυστυχίας των υπολοίπων, την οποία αναγκαζόμουν να επισκέπτομαι για λίγο πού και πού, και που, την τελευταία φορά που αναδύθηκα για να πάρω μια γεύση, μου πέρασε τις αλυσίδες από τις οποίες είχα καταφέρει να ξεφύγω και μ' απομάκρυνε από την ασφαλή, ενυδατωμένη νησίδα της ευτυχίας μου.
  Και μου στέρησε το μόνο άτομο που κατάφερνε να με τραβήξει κάτω σ' εκείνον τον όμορφο βυθό από πούπουλα και ροδοπέταλα, και που, χωρίς αυτό, ακόμη και η όαση της ελπίδας και της ευτυχίας μου είναι άνυδρη και ερειπωμένη, έρμαιο της δυστυχίας της ερήμου, που την λεηλατεί και την καταβροχθίζει και την σπαράζει έως ότου, εν τέλει, την πολιορκεί και την αφομοιώνει.

Mika Waltari: Ο Αιγύπτιος

Πρώτα πρώτα ένα σχόλιο σχετικά με την ιστορική αληθοφάνεια τούτου εδώ του μυθιστορήματος, με δεδομένο πως πρώτη φορά κυκλοφόρησε το 1945· μια εποχή αντικειμενικά αρκετά δύσκολη για όλη την Ευρώπη, πόσο μάλλον για την Φινλανδία, την πατρίδα του συγγραφέα, που η κατάστασή της ήταν τουλάχιστον πολυκύμαντη κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: ο Μίκα Βαλτάρι δεν μάσησε. Παρά τα μαρτύρια της πατρίδας του, ο Μίκα Βαλτάρι κατάφερε να διεκπεραιώσει μια έρευνα τόσο άρτια, που θα μπορούσε να θεωρηθεί παραδειγματική ακόμη και για φοιτητές αρχαιολογίας (εμού συμπεριλαμβανομένης, δυστυχώς ή ευτυχώς...). Ο ανεξαρτήτως των συνθηκών πολύ καλλιεργημένος Μίκα Βαλτάρι παραθέτει τα γεγονότα με χρονική ακρίβεια και αρχαιολογική πιστότητα, ερμηνεύοντας τα κενά μέσα από το δικό του πολυμήχανο πρίσμα. Δημιουργεί ένα πλαίσιο ιστορικά ακέραιο αλλά και μυθοπλαστικά ελκυστικό, χτίζοντας με μαεστρία μια στιβαρή γέφυρα μεταξύ πραγματικών και λογοτεχνικών γεγονότων που μορφώνει και ταξιδεύει ταυτόχρονα.

Αφού αυτό το ξεκαθαρίσαμε, προχωράμε: ο ηλικιωμένος Σινούχε έχει, για καλή και κακή του τύχη, πάρα πολλά να αφηγηθεί. Ο ίδιος ο βασιλιάς Χορεμχέμπ τον έχει εξορίσει σε κάποιον τόπο μακριά από την Αίγυπτο, κι εκείνος δράττεται της ευκαιρίας, μέσα από τον πόνο του εξοστρακισμού και των γηρατειών του, να γράψει την ιστορία του. Από το πώς ανακάλυψε ότι δεν είναι βιολογικό τέκνο των γονιών του, των γηρασμένων Σενμούτ και Κίπα που τον βρήκαν μωρό ακόμη να πλέει εγκαταλελειμμένος σ' ένα καλάθι στον Νείλο, στην απόφαση του πατέρα του να γίνει γιατρός σαν και τον ίδιο, στον έρωτά του με την σαγηνευτική Νέφερ-Νέφερ-Νέφερ, που είναι τόσο ωραία όσο υποδηλώνει τ' όνομά της (nfr στα αιγυπτιακά σημαίνει ωραία, κι εδώ παρατίθεται τρεις φορές μαζί), ως τα ταξίδια του στην Εγγύς Ανατολή και την Μεσόγειο (μιας άλλης μορφής εξορία), τον ρόλο του ως σεβαστό στέλεχος της φαραωνικής αυλής και την ανάμιξή του σε μια τρομακτικού βεληνεκούς θρησκευτική μεταρρύθμιση. Με τον Καπτά, δούλο του και φίλο, πριν καταλήξουνε πάλι στην Αίγυπτο ταξιδεύουν από την Συρία στο Μιτάνι κι από την Βαβυλώνα στην Χαττούσα και στην Κρήτη, όπου αντιμετωπίζουν κινδύνους, τρελούς βασιλιάδες, ωραίες κοπέλες που χορεύουν ανάμεσα στους ταύρους, άγριους πολεμιστές με ιερά μαχαίρια και, στο τέλος, τον ίδιο τον Μινώταυρο. Για την κακή του τύχη κατηγορεί την μητέρα του, που του έδωσε το όνομα μιας μυθικής φιγούρας όλο κακοτυχία και μοναξιά, που θεωρεί ότι τον επηρέασε, και τα άστρα πάνω από το κεφάλι του, επειδή η μοίρα του ήταν γραμμένη εκεί πολύ πριν από τη γέννησή του.

Η γλώσσα είναι αριστουργηματική, πρώτα άκαμπτη και κρύα αλλά μοναδική όταν την συνηθίζεις, επιφανειακά παγωμένη αλλά τρομερά συναισθηματική στο βάθος, με περιγραφές τόπων και προσώπων που αποτυπώνονται στο μυαλό σχεδόν βιωματικά. Αν και περιμένεις αυτά που έρχονται, ιδίως αν είσαι και λιγάκι εξοικειωμένος με τα δρώμενα της εποχής (δεύτερο μισό του 14ου αιώνα π.Χ.: θρησκευτικές αναταρραχές, η πρωτεύουσα του ήλιου, Ακενατέν και Νεφερτίτη, επιβολή του τριαδικού μονοθεϊσμού), ο τρόπος που η ιστορία ξετυλίγεται έχει πολλές εκπλήξεις και ανατροπές, ορισμένες εκ των οποίων είναι και οι ιδέες με τις οποίες ο ίδιος ο συγγραφέας μπαλώνει τα ιστορικά ή αρχαιολογικά χάσματα. Αν και πρόκειται για αρκετά ογκώδες μυθιστόρημα η ταχύτητα είναι βατή και γρήγορη και οι σελίδες φεύγουν χωρίς να το καταλαβαίνεις, και ολοκληρώνοντας μένεις συγκινημένος, μ' ένα κενό. Ο Σινούχε, εξαιρετικά ανθρώπινος, εξαιρετικά κακότυχος, εξαιρετικά συμπαθής, θα μου λείψει πολύ και θα τον σκέφτομαι, και θα στενοχωριέμαι που, εν τέλει, κατέληξε μακριά από την αγαπημένη του Αίγυπτο.
(Αλλά θα σκέφτομαι πως, μιας που ο Χορεμχέμπ βασίλεψε κι αυτός ελάχιστα, μετά τον θάνατό του θα πρόλαβε να γυρίσει στην Αίγυπτο και να περάσει εκεί τις τελευταίες του μέρες).

Γενικώς, μονάχα ένα πράγμα με απογοήτευσε: ότι ο συγγραφέας δεν παρέθεσε την βιβλιογραφία του στην αρχή ή στο τέλος της ιστορίας.
ανάγνωση: 28 Ιουλίου με 30 Αυγούστου 2019

Donna Tartt: Η μυστική ιστορία

Ο Ρίτσαρντ Παπέν, αποφασισμένος να απεγκλωβιστεί από το περιβάλλον του το δίχως αγάπη κι ένα μέλλον που φαντάζει εξίσου άδειο και ανεπαρκές, αψηφά την εναντίωση της οικογένειάς του και αφήνει την Καλιφόρνια για να σπουδάσει κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βερμόντ. Εκεί, υπό την επιρροή του χαρισματικού καθηγητή Τζούλιαν Μόροου, που επίτηδες τον απομονώνει, όπως και τους υπόλοιπους πέντε φοιτητές του, από την λοιπή ακαδημαϊκή κοινότητα του Κολεγίου Χάμπτεν, εμπλέκεται, άμεσα ή έμμεσα, σε μια σειρά φρικτών γεγονότων που οδηγούν εν τέλει στην αναπόφευκτη κατακλείδα: την δολοφονία του φίλου και συμφοιτητή του Έντουαρντ –Μπάνι– Κόρκεραν, από τον ίδιο και τους άλλους τέσσερις επίλεκτους της ομάδας του Τζούλιαν Μόροου.

Με όλη την ένταση της αριστουργηματικής της γραφής, που αν και δεν δυσκολεύει στην ανάγνωση είναι εμφανές πως έχει προκύψει μέσα από μεγάλη αφοσίωση και επιμέλεια, η Ντόνα Ταρτ αφηγείται μια εντυπωσιακή ιστορία που δίνει την αίσθηση, ακριβώς λόγω αυτού του εκρηκτικού συναισθηματικού της πλούτου, μιας ειλικρινούς ημερολογιακής καταχώρησης. Ο εξομολογητικός τόνος του αφηγητή, η μετάνοια και η μελαγχολία του, ο τρόπος που εμμέσως κατηγορεί τον εαυτό του για την εμπιστοσύνη που έδειξε σ’ εκείνον που ανέλαβε τα ηνία για την εκτέλεση του σχεδίου της δολοφονίας, είναι τόσο απανταχού παρόντες, τόσο αισθητοί στις σελίδες και τόσο αληθινοί, ώστε το κείμενο στο τέλος εντυπώνεται όχι απλώς ως λογοτεχνικό έργο, αλλά ως συγκεκαλυμμένη ομολογία.

Αν και το κεντρικό σημείο της αφήγησης είναι η δολοφονία του Μπάνι, η ίδια η πράξη περιγράφεται, στην ουσία, κάπως παρασκηνιακά. Η Ταρτ δεν ενδιαφέρεται τόσο για το έγκλημα όσο για τον λόγο για τον οποίο διεπράχθη, με αποτέλεσμα το μυστήριο εδώ να μην είναι το ποιος, αλλά το γιατί. Και παρόλο που οι σελίδες είναι πολλές, παρόλο που γνωρίζουμε τι συνέβη και ποιος το έκανε από την αρχή και παρόλο που η αφετηρία της αφήγησης είναι το μηδέν –με τον Ρίτσαρντ πρώτα να εξιστορεί το απώτερο παρελθόν του–, το ενδιαφέρον διατηρείται σταθερά ακόμη και μετά τις εξηγήσεις, μετά την πράξη, μετά τις αντιδράσεις, έως τον αντίκτυπο που είχαν στους εμπλεκόμενους και που αποκτά χαρακτήρα στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.

Η Μυστική Ιστορία είναι, εν πολλοίς, ένα πολύ δυνατό, πολύ ιδιαίτερο, πολύ προσωπικό μυθιστόρημα. Μου φάνηκε πως διαβάζοντας συμμετείχα σχεδόν βιωματικά, ορισμένες σκέψεις και ορισμένα συναισθήματα που δεν ήξερα πριν πώς να τα ορίσω πήραν εύκολα σάρκα και οστά μέσα από τις σελίδες, κι έμεινα στο τέλος μ' ένα μούδιασμα, μια μελαγχολία και την αίσθηση πως τόσο το κείμενο όσο και οι χαρακτήρες του θα μου λείψουν. Ήταν, για εμένα, το καλύτερο βιβλίο που διάβασα τα τελευταία επτά-οκτώ χρόνια.
ανάγνωση: 21 Σεπτεμβρίου με 8 Οκτωβρίου 2018

Νίκος Σβέρκος: Το στρατόπεδο της σιωπής

Σύμφωνα με το βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου, το στρατόπεδο της σιωπής είναι η πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του κ. Νίκου Σβέρκου. Θα επιλέξω να θεωρήσω πως περισσότερο ένα ταλέντο και λιγότερο η πολύχρονη εμπειρία του στον κλάδο της δημοσιογραφίας ευθύνεται για την ωριμότητα κι αυτό το ωραία μετρημένο συναίσθημα που διατρέχουν ολόκληρο το κείμενο, κι ας είναι ολιγοσέλιδο, κι ας πρόκειται για το πρώτο λογοτεχνικό δείγμα του συγγραφέα.
Το στρατόπεδο της σιωπής απαρτίζεται από μια σειρά επιστολών που ο δημοσιογράφος Πάνος Δαφνίτης συντάσσει για την τελευταία του αγαπημένη, με την οποία όμως δεν έχει πια επαφές. Μετά από παρότρυνση της ίδια της Ευγενίας, όσο ακόμη σχετίζονταν, ο μεσήλικας πια Δαφνίτης αποφασίζει να καταγράψει, λίγο από μια πίκρα που δεν την παραδέχεται και λίγο από την επιθυμία του να επαναφέρει στο συνειδητό του ξεχασμένες θύμισες, τα σημαντικότερα συμβάντα της ζωής του. Αν και αναγνωρίζει ότι δεν είναι βέβαιος πως θα της στείλει τα γράμματα, μιας και τώρα είναι παντρεμένη με κάποιον άλλο κι έχει ξεκαθαρίσει πως δεν θέλει να τον συναντά, δράττεται της ευκαιρίας να ικανοποιήσει τουλάχιστον ένα από τα δυο νοητικά του αιτήματα.
Ξεκινάει έτσι την αφήγηση της ζωής του, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, αρχίζοντας από τον τόπο όπου μεγάλωσε και καταλήγοντας στο σήμερα - που τοποθετείται στον Δεκέμβριο του 1966. Ο πυρήνας της ιστορίας του θεωρώ πως εντοπίζεται στην μετάβασή του στο Βερολίνο ως ανταποκριτής μιας από τις μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες στις αρχές της δεκαετίας του 1940, και ως άξονάς του τίθεται η απόφαση από τους Σοβιετικούς του εγκλεισμού του στο στρατόπεδο εργασίας Μπούχενβαλντ.
Αν και ο εγκλεισμός του διαρκεί περίπου πέντε χρόνια, ο συγγραφέας δεν τον σκιαγραφεί με πολλές λεπτομέρειες. Εστιάζει σε ορισμένες πολύ συγκεκριμένες αναμνήσεις που σου προκαλούν προβληματισμό σχετικά με την φύση του ανθρώπου σε εποχές κρίσης (όπως, για παράδειγμα, η επιθυμία των αιχμαλώτων να περιεργάζονται τους νεκρούς των θαλάμων τους), αλλά και σε συγκινούν πολλές φορές. Η σκηνή που σίγουρα θα μου μείνει για αρκετό καιρό είναι η εικόνα του Δαφνίτη και τεσσάρων άλλων αιχμαλώτων οι οποίοι, έχοντας ως βάση ένα κουτσό τραπέζι και πέντε πιάτα άτεχνα σκαλισμένα στο ξύλο, προσποιούνταν πως πρώτα προετοίμαζαν κι έπειτα απολάμβαναν τα πιο αγαπημένα τους γεύματα από τις πατρίδες τους. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι η λεπτότητα, σε συγκεκριμένα σημεία η τρυφερότητα ακόμη, με την οποία ο κ. Σβέρκος διαχειρίστηκε το κλίμα στο στρατόπεδο εργασίας, συνδυάζοντας την με μιαν ωμότητα κι έναν σεβασμό που παραμένουν εντός των ορίων της ευαισθησίας που αναγκαστικά περικλείει την πραγματικότητα των στρατοπέδων, και δεν ξεπερνούν την νοητή γραμμή που χωρίζει αυτόν ακριβώς τον σεβασμό από την απλή επίδειξη γνώσεων με σκοπό την πρόκληση φρίκης.
Με τον ίδιο σεβασμό, που θεωρώ πως κάνει το κείμενο τόσο ιδιαίτερο, ο κ. Σβέρκος αντιμετώπισε και την επιστροφή του Δαφνίτη στην Αθήνα, με ακόμη περισσότερες αποστασιοποιημένες, από πλευράς του συντάκτη των επιστολών, περιγραφές, οι οποίες όμως ακόμη κι έτσι καταφέρνουν να συγκινήσουν τον αναγνώστη. Η αναζήτηση της οικογένειάς του και τα όσα βίωσε μέχρι να καταλήξει στην επικρατούσα πραγματικότητα είναι όμορφες, μελαγχολικές αφηγήσεις, που προξενούν μια μελαγχολία και στον αναγνώστη τον ίδιο.
Εν πολλοίς, παρόλο που ο Δαφνίτης δεν προσπάθησε να εμποτίσει τις επιστολές του με συναισθηματισμούς, το στρατόπεδο της σιωπής είναι ένα γλυκό, ωμό και συγκινητικό κείμενο που αμυδρά θυμίζει κάτι από Πρίμο Λέβι, και που η ευαισθησία του τόσο μορφώνει όσο και, κατά μία έννοια, ψυχαγωγεί. Θα μπορούσε να αποτελέσει πολύ δυναμικό μυθιστόρημα εάν ήταν μεγαλύτερο, όμως ακόμη κι έτσι δίνει την εντύπωση ολότητας, μικρής μεν, που όμως δεν αφήνει κενά και αναπάντητα ερωτήματα.
ανάγνωση: 3 με 7 Σεπτεμβρίου 2019

Primo Levi: Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος


Με νηφαλιότητα, ψυχρό αντικειμενισμό και συναισθηματική φειδώ, που εντυπωσιάζουν αν αναλογιστεί κανείς πού αναφέρονται, ο Πρίμο Λέβι, επιζών του Άουσβιτς, αφηγείται όσα έζησε στο Λάγκερ. Απογυμνωμένη από όλων των ειδών τα πάθη, η ψύχραιμη, συγκροτημένη μαρτυρία του Λέβι κλονίζει με την απλότητα και την ειλικρίνειά της, και ζωντανεύει στον αναγνώστη όλα τα συναισθήματα που εκ των πραγμάτων στερείται η ίδια. Αυτό το αυστηρό, αμερόληπτο τεκμήριο επιτυγχάνει ακριβώς τον σκοπό για τον οποίο το προόριζε ο συντάκτης· να δείξει, όπως σημειώνει και ο ίδιος, πως είναι απίστευτο το τι κατάφερε να κάνει ο άνθρωπος στον άνθρωπο στο Άουσβιτς.


ανάγνωση: 20 με 25 Μαρτίου 2018

Αιωνιότητα: οι Συλλέκτες των Νεκρών

Η έπαυλη Κίνοχαρ, που με τους θρύλους που στρέφονται γύρω της ξυπνά την φαντασία των θαυμαστών του μεταφυσικού, για όσους δεν ασχολούνται με το κυνήγι φαντασμάτων πρόκειται σίγουρα για ένα μέρος φρικιαστικό, αφιλόξενο. Οι ισχυρισμοί των ντόπιων επάνω στα ορφανά που έχασαν την ζωή τους από την πυρκαγιά που την έπληξε προ εκατονταετίας, θέλουν τις ψυχές τους να έχουν στοιχειώσει το μέρος και να περιφέρονται γυρεύοντας εκδίκηση.
Αν και η Ελάιζα Ρέντγκρεϊβ δεν αγνοεί τις φήμες που αφορούν στην έπαυλη, αποφασίζει να αναλάβει την θέση της οικονόμου που αναζητά η ιδιοκτήτης της. Ταξιδεύει από το Λονδίνο στα πυκνά δάση της σκωτσέζικης επαρχίας, για να βρεθεί απομονωμένη στο σκοτεινό, βικτωριανό κτίσμα μαζί με την συνεργάτη της, Άιβορι Φόρεστερ, που παραληρεί από την αρχή με φρενήρη οράματα για πνεύματα και νεκρούς, τον κοντινό τους γείτονα, Ντάνιελ Έβανς, που μοιάζει να είναι ο μοναδικός σώος τας φρένας μέσα σ' αυτό το θέατρο της παράνοιας, και τον συγκάτοικό του, Έμπονι Βάγκνερ, που όχι μόνο δείχνει να υποφέρει, αλλά και φαίνεται πως θέλει να της κάνει κακό.

Ελάιζα Ρέντγκρεϊβ: Αν και πτυχιούχος της Βασιλικής Ακαδημίας των Τεχνών του Λονδίνου δυσκολεύεται να απορροφηθεί από την αγορά εργασίας, όπου και προσπαθεί να καταλάβει μια θέση ως εικονογράφος παιδικών βιβλίων, επειδή το καλλιτεχνικό της στιλ, αν και κλασικό, θεωρείται συντηρητικό, ξεπερασμένο. Αποφασίζει να απομακρυνθεί από το οικείο περιβάλλον της αξιοποιώντας την ευκαιρία να εργαστεί στην έπαυλη Κίνοχαρ, έτσι ώστε, εντός των έξι μηνών της
προγραμματισμένης της παραμονής, να συνθέσει ένα καλλιτεχνικά ποικιλόμορφο πορτφόλιο που θα την κάνει να διαφέρει από τους επαγγελματικούς ανταγωνιστές της. Οι φήμες σχετικά με το μέρος όπου πρόκειται να εργαστεί δεν την επηρεάζουν, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει. Μετά την πρώτη της μεταφυσική εμπειρία, την οποία βιώνει μαζί με τον αδερφό της λίγα μόλις μέτρα από το σπίτι της, αρχίζει να αντιμετωπίζει την διαμονή της εκεί με περισσότερη επιφυλακή. Όπως ίσως θα έπρεπε.

Άιβορι Φόρεστερ: Με την εύθραυστη ομορφιά και το ευάλωτο παρουσιαστικό της, αποπνέει από την αρχή κάτι το απόκοσμο. Αν και, όπως παρατηρεί η Ελάιζα, φαίνεται λες και είναι έτοιμη να διαλυθεί από στιγμή σε στιγμή σε νεραϊδόσκονη, ο δυναμισμός και το πείσμα της την καθιστούν λιγότερο τρωτή και περισσότερο κακό μπελά όσο η πλοκή προχωρά. Οι αφιλτράριστες ιδέες της και η μεγάλη της περιέργεια απειλούν πολλές φορές τις ισορροπίες που έχουν τεθεί μεταξύ των ενοίκων της έπαυλης, ενώ τα φρικιαστικά της οράματα τρομοκρατούν, πολλές φορές, τόσο τους άλλους όσο και την ίδια. Αν και προσπαθεί να καλύψει αυτή την πτυχή του εαυτού της με επισκέψεις σε γιατρούς και φάρμακα, υπάρχει κάτι που, παρά τις αγωνιώδεις απόπειρες της οικογένειάς της, δεν μπορεί να ξεπλύνει από πάνω της: μια σπανιότατη εκ γενετής ικανότητα που, σε αρκετές περιπτώσεις, θα αποβεί μοιραία.


  Ο ήχος της αναπνοής της έχει μεγεθυνθεί τόσο μέσα στην ανατριχιαστική σιγή, που την τρομάζει. Παρόλα αυτά, δεν την εμποδίζει απ' το να ακούσει τους αδύναμους λυγμούς που φαίνεται να προέρχονται από το τέρμα της ξύλινης σκάλας στην άκρη του διαδρόμου.
  Με την καρδιά της να βροντοχτυπά, η Ελάιζα ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια. Μοιάζουν να έχουν σαπίσει και να έχουν μαλακώσει από την πολυκαιρία. Δεν αμφιβάλλει ότι τα έχει πια αλλοιώσει το σαράκι. Τα βήματά της είναι ελαφριά και διστακτικά όσο σκαρφαλώνει στο στενό, παλιό ξύλο με προσοχή.
  Οι λυγμοί ακούγονται όλο και πιο ξεκάθαρα όσο προχωράει στη σκάλα. Ακόμη και πριν τη δει, ξέρει ότι θα συναντήσει την Άιβορι στο τέρμα της.
  Έτσι και γίνεται. Η καρδιά της κλωτσάει και την αναγκάζει να διπλωθεί στα δύο εμπρός στο θέαμα της κοπέλας. Είναι πεσμένη μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα, τόσο παλιά όσο και τα σαρακοφαγωμένα σκαλοπάτια πίσω της, με τα χέρια της να καλύπτουν το κεφάλι. Τα αυτιά της. Οι κόκκινες μπούκλες της κατρακυλούν στην πλάτη της ακατάστατες, σαν αιμάτινος καταρράκτης, και όσο από το λευκό της δέρμα διακρίνεται κάτω από τα μανίκια του φαρδιού μαύρου πουλόβερ της φαντάζει τώρα διάφανο.
 Η Ελάιζα τρέχει και γονατίζει δίπλα της, και την αγγίζει αδέξια προσπαθώντας να την κάνει να την κοιτάξει. Όσο πιο πολύ την χαϊδεύει, όμως, τόσο εκείνη τραβιέται.
  «Άιβορι, σε παρακαλώ, κοίταξέ με» την ικετεύει η Ελάιζα, χωρίς να πάρει τα χέρια της από το μπράτσο και τα μαλλιά της.
Μια αδύναμη κραυγούλα, σαν πνιχτός λυγμός, δραπετεύει από το λαρύγγι της Άιβορι, και δεν κάνει κάποιαν άλλη προσπάθεια να μιλήσει. Η Ελάιζα απελπίζεται. Δεν ξέρει τι να κάνει. Το μόνο που μπορεί να σκεφτεί, είναι να φωνάξει τον Ντάνιελ για να την κουβαλήσει με το ζόρι ως το δωμάτιό της. Γιατί, προς το παρόν, δεν φαίνεται πρόθυμη να αφήσει τη θέση της μπροστά στην πόρτα της απαγορευμένης σοφίτας.
  Κουνάει το κεφάλι της σε κατάφαση, σαν να θέλει να πείσει τον εαυτό της. Σφίγγει τα μπράτσα της Άιβορι στα δάχτυλά της σε μια προσπάθεια να της μεταδώσει όσο κουράγιο έχει απομείνει μέσα στην ίδια, και σηκώνεται όρθια για να τρέξει για βοήθεια στον Ντάνιελ. Ετοιμάζεται να πατήσει στο πρώτο σκαλοπάτι όταν το χέρι της Άιβορι τινάζεται με ταχύτητα και τυλίγεται γύρω από τον καρπό της. Τα μακριά της δάχτυλα σφίγγουν την Ελάιζα τόσο πολύ, που νιώθει την χούφτα της να κλείνει.
  «Σε παρακαλώ, μη με αφήνεις» λέει η Άιβορι με φωνή αγνώριστη, βραχνή, σαν να πηγάζει ακατέργαστη από το πίσω μέρος του λαιμού της. «Κάν' τους να σταματήσουν».
  «Ποιους;» ρωτάει η Ελάιζα, συγκλονισμένη, με περισσότερη δύναμη απ' όση θα 'θελε να χρησιμοποιήσει. «Ποιους να σταματήσω, Άιβορι;».
  Περιμένοντας την απάντηση της κοπέλας, ξαφνιάζεται διαπιστώνοντας ότι, όντως, θα έκανε οτιδήποτε περνούσε από το χέρι της για να ανακουφίσει την Άιβορι έστω και λίγο. Όμως εκείνη τραβιέται ξανά στον εαυτό της, δεν μιλάει. Θάβει το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατά της και ουρλιάζει σπαραχτικά, διαπεραστικά, και κάνει κάθε κύτταρο στο σώμα της Ελάιζα να υποφέρει. Όμως δεν αφήνει το χέρι της. Τα δάχτυλά της είναι ακόμη σφιχτά τυλιγμένα γύρω από τον καρπό της Ελάιζα, στάζοντας πάνω του κάτι πηχτό και ζεστό.
  Με τα άκρα της να τρέμουν, η Ελάιζα κοιτάζει τα δάχτυλα που σφίγγουν τον καρπό της. Τα νύχτα της Άιβορι έχουν σπάσει, και τρέχει αίμα από τις άκρες των δαχτύλων της. Δεν χρειάζονται πολλά για να καταλάβει πως, πριν έρθει, γρατζούναγε την πόρτα.
    «Τις φωνές» ψιθυρίζει η Άιβορι, κατρακυλώντας όλο και βαθύτερα μέσα στο ίδιο της το παρανοϊκό παραλήρημα. «Καν' τες να σταματήσουν. Πες τους ότι δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Μου ζητάνε να τους σώσω».
   «Ποιοι, Άιβορι; Πού είναι;»
  Η Ελάιζα επιμένει, όμως τα μάτια της τώρα καίνε. Όταν η Άιβορι σηκώνει το κεφάλι της και στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος της, καταλαβαίνει πως η κοπέλα πονάει. Τα μάτια της είναι κόκκινα και τα μάγουλά της μούσκεμα από τα δάκρυά της.
  «Τα ορφανά πίσω απ' την πόρτα».