Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Αιωνιότητα: οι Συλλέκτες των Νεκρών

Η έπαυλη Κίνοχαρ, που με τους θρύλους που στρέφονται γύρω της ξυπνά την φαντασία των θαυμαστών του μεταφυσικού, για όσους δεν ασχολούνται με το κυνήγι φαντασμάτων πρόκειται σίγουρα για ένα μέρος φρικιαστικό, αφιλόξενο. Οι ισχυρισμοί των ντόπιων επάνω στα ορφανά που έχασαν την ζωή τους από την πυρκαγιά που την έπληξε προ εκατονταετίας, θέλουν τις ψυχές τους να έχουν στοιχειώσει το μέρος και να περιφέρονται γυρεύοντας εκδίκηση.
Αν και η Ελάιζα Ρέντγκρεϊβ δεν αγνοεί τις φήμες που αφορούν στην έπαυλη, αποφασίζει να αναλάβει την θέση της οικονόμου που αναζητά η ιδιοκτήτης της. Ταξιδεύει από το Λονδίνο στα πυκνά δάση της σκωτσέζικης επαρχίας, για να βρεθεί απομονωμένη στο σκοτεινό, βικτωριανό κτίσμα μαζί με την συνεργάτη της, Άιβορι Φόρεστερ, που παραληρεί από την αρχή με φρενήρη οράματα για πνεύματα και νεκρούς, τον κοντινό τους γείτονα, Ντάνιελ Έβανς, που μοιάζει να είναι ο μοναδικός σώος τας φρένας μέσα σ' αυτό το θέατρο της παράνοιας, και τον συγκάτοικό του, Έμπονι Βάγκνερ, που όχι μόνο δείχνει να υποφέρει, αλλά και φαίνεται πως θέλει να της κάνει κακό.

Ελάιζα Ρέντγκρεϊβ: Αν και πτυχιούχος της Βασιλικής Ακαδημίας των Τεχνών του Λονδίνου δυσκολεύεται να απορροφηθεί από την αγορά εργασίας, όπου και προσπαθεί να καταλάβει μια θέση ως εικονογράφος παιδικών βιβλίων, επειδή το καλλιτεχνικό της στιλ, αν και κλασικό, θεωρείται συντηρητικό, ξεπερασμένο. Αποφασίζει να απομακρυνθεί από το οικείο περιβάλλον της αξιοποιώντας την ευκαιρία να εργαστεί στην έπαυλη Κίνοχαρ, έτσι ώστε, εντός των έξι μηνών της
προγραμματισμένης της παραμονής, να συνθέσει ένα καλλιτεχνικά ποικιλόμορφο πορτφόλιο που θα την κάνει να διαφέρει από τους επαγγελματικούς ανταγωνιστές της. Οι φήμες σχετικά με το μέρος όπου πρόκειται να εργαστεί δεν την επηρεάζουν, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει. Μετά την πρώτη της μεταφυσική εμπειρία, την οποία βιώνει μαζί με τον αδερφό της λίγα μόλις μέτρα από το σπίτι της, αρχίζει να αντιμετωπίζει την διαμονή της εκεί με περισσότερη επιφυλακή. Όπως ίσως θα έπρεπε.

Άιβορι Φόρεστερ: Με την εύθραυστη ομορφιά και το ευάλωτο παρουσιαστικό της, αποπνέει από την αρχή κάτι το απόκοσμο. Αν και, όπως παρατηρεί η Ελάιζα, φαίνεται λες και είναι έτοιμη να διαλυθεί από στιγμή σε στιγμή σε νεραϊδόσκονη, ο δυναμισμός και το πείσμα της την καθιστούν λιγότερο τρωτή και περισσότερο κακό μπελά όσο η πλοκή προχωρά. Οι αφιλτράριστες ιδέες της και η μεγάλη της περιέργεια απειλούν πολλές φορές τις ισορροπίες που έχουν τεθεί μεταξύ των ενοίκων της έπαυλης, ενώ τα φρικιαστικά της οράματα τρομοκρατούν, πολλές φορές, τόσο τους άλλους όσο και την ίδια. Αν και προσπαθεί να καλύψει αυτή την πτυχή του εαυτού της με επισκέψεις σε γιατρούς και φάρμακα, υπάρχει κάτι που, παρά τις αγωνιώδεις απόπειρες της οικογένειάς της, δεν μπορεί να ξεπλύνει από πάνω της: μια σπανιότατη εκ γενετής ικανότητα που, σε αρκετές περιπτώσεις, θα αποβεί μοιραία.


  Ο ήχος της αναπνοής της έχει μεγεθυνθεί τόσο μέσα στην ανατριχιαστική σιγή, που την τρομάζει. Παρόλα αυτά, δεν την εμποδίζει απ' το να ακούσει τους αδύναμους λυγμούς που φαίνεται να προέρχονται από το τέρμα της ξύλινης σκάλας στην άκρη του διαδρόμου.
  Με την καρδιά της να βροντοχτυπά, η Ελάιζα ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια. Μοιάζουν να έχουν σαπίσει και να έχουν μαλακώσει από την πολυκαιρία. Δεν αμφιβάλλει ότι τα έχει πια αλλοιώσει το σαράκι. Τα βήματά της είναι ελαφριά και διστακτικά όσο σκαρφαλώνει στο στενό, παλιό ξύλο με προσοχή.
  Οι λυγμοί ακούγονται όλο και πιο ξεκάθαρα όσο προχωράει στη σκάλα. Ακόμη και πριν τη δει, ξέρει ότι θα συναντήσει την Άιβορι στο τέρμα της.
  Έτσι και γίνεται. Η καρδιά της κλωτσάει και την αναγκάζει να διπλωθεί στα δύο εμπρός στο θέαμα της κοπέλας. Είναι πεσμένη μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα, τόσο παλιά όσο και τα σαρακοφαγωμένα σκαλοπάτια πίσω της, με τα χέρια της να καλύπτουν το κεφάλι. Τα αυτιά της. Οι κόκκινες μπούκλες της κατρακυλούν στην πλάτη της ακατάστατες, σαν αιμάτινος καταρράκτης, και όσο από το λευκό της δέρμα διακρίνεται κάτω από τα μανίκια του φαρδιού μαύρου πουλόβερ της φαντάζει τώρα διάφανο.
 Η Ελάιζα τρέχει και γονατίζει δίπλα της, και την αγγίζει αδέξια προσπαθώντας να την κάνει να την κοιτάξει. Όσο πιο πολύ την χαϊδεύει, όμως, τόσο εκείνη τραβιέται.
  «Άιβορι, σε παρακαλώ, κοίταξέ με» την ικετεύει η Ελάιζα, χωρίς να πάρει τα χέρια της από το μπράτσο και τα μαλλιά της.
Μια αδύναμη κραυγούλα, σαν πνιχτός λυγμός, δραπετεύει από το λαρύγγι της Άιβορι, και δεν κάνει κάποιαν άλλη προσπάθεια να μιλήσει. Η Ελάιζα απελπίζεται. Δεν ξέρει τι να κάνει. Το μόνο που μπορεί να σκεφτεί, είναι να φωνάξει τον Ντάνιελ για να την κουβαλήσει με το ζόρι ως το δωμάτιό της. Γιατί, προς το παρόν, δεν φαίνεται πρόθυμη να αφήσει τη θέση της μπροστά στην πόρτα της απαγορευμένης σοφίτας.
  Κουνάει το κεφάλι της σε κατάφαση, σαν να θέλει να πείσει τον εαυτό της. Σφίγγει τα μπράτσα της Άιβορι στα δάχτυλά της σε μια προσπάθεια να της μεταδώσει όσο κουράγιο έχει απομείνει μέσα στην ίδια, και σηκώνεται όρθια για να τρέξει για βοήθεια στον Ντάνιελ. Ετοιμάζεται να πατήσει στο πρώτο σκαλοπάτι όταν το χέρι της Άιβορι τινάζεται με ταχύτητα και τυλίγεται γύρω από τον καρπό της. Τα μακριά της δάχτυλα σφίγγουν την Ελάιζα τόσο πολύ, που νιώθει την χούφτα της να κλείνει.
  «Σε παρακαλώ, μη με αφήνεις» λέει η Άιβορι με φωνή αγνώριστη, βραχνή, σαν να πηγάζει ακατέργαστη από το πίσω μέρος του λαιμού της. «Κάν' τους να σταματήσουν».
  «Ποιους;» ρωτάει η Ελάιζα, συγκλονισμένη, με περισσότερη δύναμη απ' όση θα 'θελε να χρησιμοποιήσει. «Ποιους να σταματήσω, Άιβορι;».
  Περιμένοντας την απάντηση της κοπέλας, ξαφνιάζεται διαπιστώνοντας ότι, όντως, θα έκανε οτιδήποτε περνούσε από το χέρι της για να ανακουφίσει την Άιβορι έστω και λίγο. Όμως εκείνη τραβιέται ξανά στον εαυτό της, δεν μιλάει. Θάβει το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατά της και ουρλιάζει σπαραχτικά, διαπεραστικά, και κάνει κάθε κύτταρο στο σώμα της Ελάιζα να υποφέρει. Όμως δεν αφήνει το χέρι της. Τα δάχτυλά της είναι ακόμη σφιχτά τυλιγμένα γύρω από τον καρπό της Ελάιζα, στάζοντας πάνω του κάτι πηχτό και ζεστό.
  Με τα άκρα της να τρέμουν, η Ελάιζα κοιτάζει τα δάχτυλα που σφίγγουν τον καρπό της. Τα νύχτα της Άιβορι έχουν σπάσει, και τρέχει αίμα από τις άκρες των δαχτύλων της. Δεν χρειάζονται πολλά για να καταλάβει πως, πριν έρθει, γρατζούναγε την πόρτα.
    «Τις φωνές» ψιθυρίζει η Άιβορι, κατρακυλώντας όλο και βαθύτερα μέσα στο ίδιο της το παρανοϊκό παραλήρημα. «Καν' τες να σταματήσουν. Πες τους ότι δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Μου ζητάνε να τους σώσω».
   «Ποιοι, Άιβορι; Πού είναι;»
  Η Ελάιζα επιμένει, όμως τα μάτια της τώρα καίνε. Όταν η Άιβορι σηκώνει το κεφάλι της και στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος της, καταλαβαίνει πως η κοπέλα πονάει. Τα μάτια της είναι κόκκινα και τα μάγουλά της μούσκεμα από τα δάκρυά της.
  «Τα ορφανά πίσω απ' την πόρτα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου