Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Νίκος Σβέρκος: Το στρατόπεδο της σιωπής

Σύμφωνα με το βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου, το στρατόπεδο της σιωπής είναι η πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του κ. Νίκου Σβέρκου. Θα επιλέξω να θεωρήσω πως περισσότερο ένα ταλέντο και λιγότερο η πολύχρονη εμπειρία του στον κλάδο της δημοσιογραφίας ευθύνεται για την ωριμότητα κι αυτό το ωραία μετρημένο συναίσθημα που διατρέχουν ολόκληρο το κείμενο, κι ας είναι ολιγοσέλιδο, κι ας πρόκειται για το πρώτο λογοτεχνικό δείγμα του συγγραφέα.
Το στρατόπεδο της σιωπής απαρτίζεται από μια σειρά επιστολών που ο δημοσιογράφος Πάνος Δαφνίτης συντάσσει για την τελευταία του αγαπημένη, με την οποία όμως δεν έχει πια επαφές. Μετά από παρότρυνση της ίδια της Ευγενίας, όσο ακόμη σχετίζονταν, ο μεσήλικας πια Δαφνίτης αποφασίζει να καταγράψει, λίγο από μια πίκρα που δεν την παραδέχεται και λίγο από την επιθυμία του να επαναφέρει στο συνειδητό του ξεχασμένες θύμισες, τα σημαντικότερα συμβάντα της ζωής του. Αν και αναγνωρίζει ότι δεν είναι βέβαιος πως θα της στείλει τα γράμματα, μιας και τώρα είναι παντρεμένη με κάποιον άλλο κι έχει ξεκαθαρίσει πως δεν θέλει να τον συναντά, δράττεται της ευκαιρίας να ικανοποιήσει τουλάχιστον ένα από τα δυο νοητικά του αιτήματα.
Ξεκινάει έτσι την αφήγηση της ζωής του, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, αρχίζοντας από τον τόπο όπου μεγάλωσε και καταλήγοντας στο σήμερα - που τοποθετείται στον Δεκέμβριο του 1966. Ο πυρήνας της ιστορίας του θεωρώ πως εντοπίζεται στην μετάβασή του στο Βερολίνο ως ανταποκριτής μιας από τις μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες στις αρχές της δεκαετίας του 1940, και ως άξονάς του τίθεται η απόφαση από τους Σοβιετικούς του εγκλεισμού του στο στρατόπεδο εργασίας Μπούχενβαλντ.
Αν και ο εγκλεισμός του διαρκεί περίπου πέντε χρόνια, ο συγγραφέας δεν τον σκιαγραφεί με πολλές λεπτομέρειες. Εστιάζει σε ορισμένες πολύ συγκεκριμένες αναμνήσεις που σου προκαλούν προβληματισμό σχετικά με την φύση του ανθρώπου σε εποχές κρίσης (όπως, για παράδειγμα, η επιθυμία των αιχμαλώτων να περιεργάζονται τους νεκρούς των θαλάμων τους), αλλά και σε συγκινούν πολλές φορές. Η σκηνή που σίγουρα θα μου μείνει για αρκετό καιρό είναι η εικόνα του Δαφνίτη και τεσσάρων άλλων αιχμαλώτων οι οποίοι, έχοντας ως βάση ένα κουτσό τραπέζι και πέντε πιάτα άτεχνα σκαλισμένα στο ξύλο, προσποιούνταν πως πρώτα προετοίμαζαν κι έπειτα απολάμβαναν τα πιο αγαπημένα τους γεύματα από τις πατρίδες τους. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι η λεπτότητα, σε συγκεκριμένα σημεία η τρυφερότητα ακόμη, με την οποία ο κ. Σβέρκος διαχειρίστηκε το κλίμα στο στρατόπεδο εργασίας, συνδυάζοντας την με μιαν ωμότητα κι έναν σεβασμό που παραμένουν εντός των ορίων της ευαισθησίας που αναγκαστικά περικλείει την πραγματικότητα των στρατοπέδων, και δεν ξεπερνούν την νοητή γραμμή που χωρίζει αυτόν ακριβώς τον σεβασμό από την απλή επίδειξη γνώσεων με σκοπό την πρόκληση φρίκης.
Με τον ίδιο σεβασμό, που θεωρώ πως κάνει το κείμενο τόσο ιδιαίτερο, ο κ. Σβέρκος αντιμετώπισε και την επιστροφή του Δαφνίτη στην Αθήνα, με ακόμη περισσότερες αποστασιοποιημένες, από πλευράς του συντάκτη των επιστολών, περιγραφές, οι οποίες όμως ακόμη κι έτσι καταφέρνουν να συγκινήσουν τον αναγνώστη. Η αναζήτηση της οικογένειάς του και τα όσα βίωσε μέχρι να καταλήξει στην επικρατούσα πραγματικότητα είναι όμορφες, μελαγχολικές αφηγήσεις, που προξενούν μια μελαγχολία και στον αναγνώστη τον ίδιο.
Εν πολλοίς, παρόλο που ο Δαφνίτης δεν προσπάθησε να εμποτίσει τις επιστολές του με συναισθηματισμούς, το στρατόπεδο της σιωπής είναι ένα γλυκό, ωμό και συγκινητικό κείμενο που αμυδρά θυμίζει κάτι από Πρίμο Λέβι, και που η ευαισθησία του τόσο μορφώνει όσο και, κατά μία έννοια, ψυχαγωγεί. Θα μπορούσε να αποτελέσει πολύ δυναμικό μυθιστόρημα εάν ήταν μεγαλύτερο, όμως ακόμη κι έτσι δίνει την εντύπωση ολότητας, μικρής μεν, που όμως δεν αφήνει κενά και αναπάντητα ερωτήματα.
ανάγνωση: 3 με 7 Σεπτεμβρίου 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου